- ανατει...
- ἀνατεί...ἀνατί, ἀνατείadv. без вреда (для себя), безнаказанно Trag., Arph., Plat.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ανατεί — ἀνατεὶ και ἀνατὶ επίρρ. (Α) [άνατος] επίρρ. χωρίς βλάβη, ατιμωρητί … Dictionary of Greek
ἀνατεί — ἀνᾱτεί , ἀνατί without harm indeclform a̱priv (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνατος — ἄνατος, ον (Α) 1. αυτός που δεν έχει πάθει βλάβη, ζημιά 2. αυτός που δεν προξενεί βλάβη, αβλαβής, ακίνδυνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν * στερ. + άτη < αάω «βλάπτω». ΠΑΡ. ανατεί κ. ανατί] … Dictionary of Greek